- ἐγκρατείας
- ἐγκρατείᾱς , ἐγκράτειαmastery overfem acc plἐγκρατείᾱς , ἐγκράτειαmastery overfem gen sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
τόκος — Αποζημίωση που παίρνει ο κεφαλαιούχος χρησιμοποιώντας ο ίδιος (πρωτογενής τ. του κεφαλαίου) ή παραχωρώντας τη χρήση σε άλλους (τ. δανείου) ενός ορισμένου κεφαλαίου του, για μια ορισμένη χρονική περίοδο. Από τον Μεσαίωνα το θέμα του τ. τράβηξε την … Dictionary of Greek
бльскъ — БЛЬСК|Ъ (10*), А с. 1.Блеск, сияние: [же]лѣзо раж(ж)изаѥмо преобразоуѥтсѩ на огньныи блескъ. Псалт 1296, 337 об. (запись); И слово прѩмо гласу. ˫ако блеску нѣкоѥму блещащюсѩ в ровѣ прогл҃ати достоина˫а и полезна˫а. ФСт XIV, 53б; по мужю расужати… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
αγνότητα — Ηθικοθρησκευτική έννοια που οι διάφοροι πολιτισμοί τής έδωσαν διαφορετικό περιεχόμενο, το οποίο όμως θα μπορούσε να οριστεί γενικά ως αποχή από τη σεξουαλική επαφή, είτε σχετική (μεταξύ αγάμων, συγγενών, μελών της ίδιας πατριάς κλπ.) είτε απόλυτη … Dictionary of Greek
ακράτεια — Ιατρικός όρος που σημαίνει την ακούσια απώλεια ούρων ή κοπράνων. Είναι συνήθως νευρογενής και εμφανίζεται, συχνά, στην παιδική ηλικία. * * * η (Α ἀκράτεια) αδυναμία αυτοσυγκράτησης, έλλειψη αυτοκυριαρχίας, εγκράτειας νεοελλ. φρ. «ακράτεια… … Dictionary of Greek
εγκράτευμα — ἐγκράτευμα, το (AM) η άσκηση εγκράτειας … Dictionary of Greek
ετεροίωση — η (Α ἑτεροίωσις) [ετεροιώ] μεταβολή, αλλοίωση νεοελλ. 1. η μεταβολή, η μετατροπή ενός πράγματος σε άλλο 2. η μετάβαση από το ομοιογενές στο ετερογενές, η μετατροπή ομοίων σε ανόμοια 3. η σχέση διαφοράς μεταξύ πραγμάτων ή εννοιών που ταυτίζονται… … Dictionary of Greek
κατάχρηση — Όρος του δημόσιου και του ιδιωτικού δικαίου, ο οποίος έχει πολλές έννοιες. Στο διοικητικό δίκαιο, η κ. εξουσίας αποτελεί λόγο ακύρωσης των διοικητικών πράξεων. Στο αστικό δίκαιο (άρθρο 281 Α.Κ.) υφίσταται κ. εξουσίας, όταν ένα δικαίωμα ασκείται… … Dictionary of Greek
παιδευτής — το θηλ. παιδεύτρια (ΑΜ παιδευτής Μ θηλ. παιδεύτρια) [παιδεύω] 1. δάσκαλος, παιδαγωγός («ἐγκρατείας παιδευτήν», Μηναί) 2. αυτός που τιμωρεί κάποιον («τοὺς μὲν τῆς σαρκὸς ἡμῶν πατέρας εἴχομεν παιδευτὰς καὶ ἐνετρεπόμεθα», ΚΔ) νεοελλ. αυτός που… … Dictionary of Greek
πολιτισμός — Με το γενικό όρο «πολιτισμός» στη γλώσσα μας υποδηλώνονται δύο έννοιες, για τις οποίες οι άλλες ευρωπαϊκές γλώσσες διαθέτουν ξεχωριστούς όρους:civilisationκαι culture. Αλλά κι εκεί, παρότι οι όροι είναι διαχωρισμένοι, τα όρια των δύο εννοιών δεν… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Μουσική — ΑΡΧΑΙΑ ΛΥΡΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ Είναι γνωστό ότι η καταγωγική περιοχή της αρχαίας ελληνικής ποίησης βρίσκεται στις θρησκευτικές τελετουργίες. Ωστόσο, το κύριο σώμα της λυρικής ποίησης χαρακτηρίζεται από έναν ανεξάρτητο χαρακτήρα την εποχή κατά την οποία… … Dictionary of Greek